Το 2025 θα γίνει η ολική επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στα προ μνημονίων επίπεδα, αφού του χρόνου το ΑΕΠ θα φτάσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όπως αυτές περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2025-28, στα 240 δισ., όσο πάνω κάτω ήταν και το 2009, την τελευταία εκτός μνημονίου χρονιά για την Ελλάδα.

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι η αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδος της μη διανομής, υπό τη μορφή κοινωνικού μερίσματος, της υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού, αλλά της ενίσχυσης ενός δημοσιονομικού «καλαθιού» που θα χρησιμεύει στις δύσκολες ώρες.

Σε ό,τι αφορά τους στόχους όπως αυτοί αναφέρονται στο πρόγραμμα, καθοριστικός θα είναι ο Σεπτέμβριος προκειμένου να κλειδώσουν. Και αυτό διότι μέχρι τον Ιούνιο η Κομισιόν αναμένεται να έχει ολοκληρώσει τον οδικό χάρτη, για τα ανώτατα όρια αύξησης των πρωτογενών δαπανών την επόμενη τετραετία.

Αμέσως μετά το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θα έχει καθοριστικές συναντήσεις στις Βρυξέλλες με τους αξιωματούχους της Κομισιόν και εκεί θα υπογράψουν μίας μορφής συμβόλαιο για το δημοσιονομικό περιβάλλον, στο οποίο και θα περιλαμβάνονται οι χάρτες για το πώς και το πότε θα μπορέσει η Ελλάδα να λάβει επιπλέον μέτρα υπό μορφή ενίσχυσης ή ελαφρύνσεων, καθώς επί του παρόντος ο λογαριασμός της διετίας 2024-25 έχει κλείσει στα 2,4 δισ. ευρώ και δεν προβλέπεται τίποτα παραπάνω.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο προκαλεί ασφυξία και εξαιρετικά σημαντικούς περιορισμούς σε μία σειρά από χώρες-μέλη της ΕΕ, οι οποίες, 11 τον αριθμό, εμφάνισαν πέρυσι δημοσιονομικό έλλειμμα μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ και απειλούνται πλέον με την έναρξη διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Ανάμεσα σε αυτές είναι Γαλλία, Ιταλία και Βέλγιο που παρουσίασαν δημοσιονομικά ελλείμματα μεταξύ 4% με 7% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών των χωρών, αφού, με βάση της προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το οποίο στάλθηκε χθες στις Βρυξέλλες, απέχει από το να μπει σε τέτοιου είδους περιπέτειες.

Οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες αυξάνονται σύμφωνα με το πρόγραμμα κατά 2,1%, χαμηλότερα από το υποθετικό ανώτερο όριο αύξησης κατά 2,6%, ενώ τόσο φέτος όσο και του χρόνου προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ με δημοσιονομικό έλλειμμα σαφώς κάτω από 3% του ΑΕΠ (-1,2% φέτος ,-0,9% του ΑΕΠ του χρόνου).

Το μεγάλο ζητούμενο στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο δεν είναι το ύψος του ελλείμματος, αλλά η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι οποίες διαμορφώνονται σήμερα στα 100 δισ. ευρώ.
Με μια αύξηση 2,1% σημαίνει πως του χρόνου μπορούν να αυξηθούν κατά 2,1 δισ. ευρώ και όχι παραπάνω και τον Ιούνιο θα κλειδώσουν συγκεκριμένοι στόχοι αύξησης για κάθε χρόνο τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Στην περίπτωση που η κυβέρνηση, η σημερινή ή οποιαδήποτε επόμενη, θελήσει να αλλάξει τους συσχετισμούς, μπορεί μεν να το κάνει, αλλά μέσα από τη λήψη ισοδύναμων μέτρων.

Για παράδειγμα, αν θελήσει να επαναφέρει τη 13η και 14η σύνταξη η οποία κοστίζει 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, θα πρέπει είτε να κόψει ισόποσα άλλες δαπάνες είτε να βρει ισοδύναμα μέτρα ύψους 3 δισ. ευρώ, αυξάνοντας για παράδειγμα κάποιους φόρους.

Μία σημαντική διαφοροποίηση, γεύση της οποίας είχε δώσει προ καιρού ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, είναι η θέση που έχει επικρατήσει στην Κομισιόν, ότι πιθανή θετική απόκλιση από τους στόχους και τις υποχρεώσεις, δεν θα διανέμονται, αλλά θα μπαίνουν σε ένα «καλάθι» για μελλοντική χρήση και έκτακτες περιστάσεις.

Πριν από λίγο καιρό στην ανάγκη για δημοσιονομικά «μαξιλάρια» είχε αναφερθεί στην έκθεσή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, επιμένοντας στην ανάγκη συνετής διαχείρισης.

Τέλος, να σημειωθεί ότι στο μέτωπο της ανάπτυξης το Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν έκρυβε εκπλήξεις. Η επί τα χείρω αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κυμαίνεται από το 2,9% του προϋπολογισμού στο 2,5% του Προγράμματος.

Σταθερότητας φέτος, ήταν αναμενόμενη. Το ΥΠΕΘΟ αιτιολογεί την αναθεώρηση στη βραδύτερη ανάκαμψη της ευρωζώνης (από 1,2% ο στόχος αναθεωρήθηκε στο 0,8%) και τη διατήρηση των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ για μεγαλύτερο του αρχικά αναμενόμενου διαστήματος.